λαμπρούς

λαμπρούς
λαμπρός
bright
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Λαμπρούς — Λαμπρός bright masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… …   Dictionary of Greek

  • αγλαόπυργος — ἀγλαόπυργος, ον (Μ) αυτός που έχει λαμπρούς, επιβλητικούς πύργους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + πύργος] …   Dictionary of Greek

  • αγλαότεκνος — ο, η 1. αυτός που έχει λαμπρά, εξαίρετα παιδιά 2. η χώρα που έχει λαμπρούς, εξαίρετους πολίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + τέκνον.] …   Dictionary of Greek

  • ευδερκής — εὐδερκής, ές (Α) 1. αυτός που βλέπει καλά 2. αυτός που έχει λαμπρούς οφθαλμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δερκής (< δέρκομαι «βλέπω») πρβλ. γλυκυ δερκής, οξυ δερκής)] …   Dictionary of Greek

  • κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… …   Dictionary of Greek

  • κριός — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 53 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ορεστιάδος του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, 165 χλμ. ΒΑ της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τριγώνου. II (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου… …   Dictionary of Greek

  • λαμπρός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. * * * ή, ό, θηλ. και ά (AM λαμπρός, ά, όν, θηλ. και ή) 1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν …   Dictionary of Greek

  • λευκόκρας — (Α) 1. λευκοκέφαλος 2. (κατά τον Ησύχ.) «λευκόκρατες ἡ διὰ τὸ τοὺς ἐν Εὐβοίᾳ βοῡς λευκοὺς εἶναι, ἢ ἴσως ἀντὶ τοῡ λαμπρούς». [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + κρας (ποιητ. τ. τού κάρα «κεφαλή»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”